θωρακεῖον

θωρακεῖον
θωρᾱκεῖον , θωρακεῖον
breastwork
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θωρακείον — θωρακεῑον, τὸ (Α) [θώραξ] 1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο 2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος τού στήθους 3. (για τριήρη) κουπαστή 4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών… …   Dictionary of Greek

  • θωρακεῖα — θωρᾱκεῖα , θωρακεῖον breastwork neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακείοις — θωρᾱκεί̱οις , θωρακεῖον breastwork neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”